κανέλλα

κανέλλα
η корица

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κανέλλα" в других словарях:

  • κανέλα — Εδώδιμο που προέρχεται από το αειθαλές δέντρο κιννάμωμο το κεΰλανικό (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Το δέντρο φύεται στην ανατολική Ασία, στην Ιάβα και στη Σρι Λάνκα, όπου καλλιεργείται πολύ εντατικά. Έχει δερματώδη φύλλα και μικρά… …   Dictionary of Greek

  • cana — CANÁ s.f. v. canea. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  caná (canále), s.f. – Canea, cep, robinet. – var. canelă (Mold.). it. canella, prin intermediul gr. ϰανέλλα, cf. bg. kanela. Pentru f …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»